στελιώνω Σημαίνει:– στερεώνω – συναρμολογώ – στήνω, οργανώνω Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού ξεστελιώνω Επόμενο Όρος Λεξικού κολισαύρα