λαλώ

Η λέξη σημαίνει:

– προχωρώ, περπατάω, οδηγώ

π.χ . “λάλιε τα οζά”
Εξ`ού και η γνωστή παροιμία “Τρεις λαλούν και δυό χορεύουν”, η οποία προέρχεται από το χορευτικό ιδίωμα της περιοχής Κισσάμου Χανίων, όπου οι δύο πρώτοι που κρατούν στο χορό χορεύουν, ενώ οι υπόλοιποι απλά περπατάνε.

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ