ψιχάλι

Σημαίνει:

– μικρό κομμάτι, κομματάκι.

Ετυμολογία
ψιχάλιν, υποκορ. του ψίχα < αρχ. ψίξ (θρύμμα).

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη