σφιχτανεμπουκώνομαι Η λέξη σημαίνει:– ανασηκώνω και δένω σφιχτά τα μανίκια για ν’αρχίσω κάποια εργασία Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Σύντεκνε, και δεν ηύρηκες αλλού σφαχτά να κλέψεις…. Η ζωοκλοπή στα ριζίτικαΣτα ριζίτικα τραγούδια, ο ζωοκλέφτης δεν κάνει διάκριση στα θύματά του« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού καωμένος Επόμενο Όρος Λεξικού γιδόλερο