ρέγομαι Σημαίνει:– μου αρέσει κάτι πάρα πολύ – λαχταρώ, κατέχομαι από έντονη επιθυμία για κάτι Ετυμολογία – αρχαία ελληνική ὀρέγομαι Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Η Κρητική ΔιάλεκτοςΗ κρητική διάλεκτος, διατηρεί την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της Ελληνικής γλώσσαςΗ Κρητική διάλεκτος στην Ελληνική γλώσσαΗ Κρητική διάλεκτος εκτός από τον πλούτο του λεξιλογίου διατηρεί την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της ελληνικής γλώσσας,« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού λουλάς Επόμενο Όρος Λεξικού ρημάσω