ρέγομαι

Σημαίνει:

– μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
– λαχταρώ, κατέχομαι από έντονη επιθυμία για κάτι

Ετυμολογία
– αρχαία ελληνική ὀρέγομαι

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη