ρέγομαι Μοιραστείτε: Tweet – μου αρέσει κάτι πάρα πολύ – λαχταρώ, κατέχομαι από έντονη επιθυμία για κάτι Ετυμολογία – αρχαία ελληνική ὀρέγομαι Σχετικά Άρθρα: Η Κρητική ΔιάλεκτοςΗ Κρητική διάλεκτος στην Ελληνική γλώσσα« Επιστροφή στο ευρετήριο