πιλώθω

Η λέξη σημαίνει:

– συμπιέζω, στριμώχνω, συνωθώ

Ετυμολογία
Αρχ. πιλόω ή πιλέω (=συμπιέζω) + ωθώ.

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ