ντραγάτης

Η λέξη σημαίνει:

– ο αγροφύλακας

Ετυμολογία
< μεσαιωνική ελληνική δραγάτης Βλ. και ελληνιστική κοινή δραγατεύω, δραγασούρα = υπερυψωμένη σκοπιά συνήθως επάνω σε δένδρα από όπου ο αγροφύλακας παρακολουθούσε τυχόν κλοπές στα αμπέλια

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ