σφαλίζω

Η λέξη σημαίνει:

– ασφαλίζω, κλείνω εντελώς, κλείνω πολύ καλά

Ετυμολογία

< μεσαιωνική ελληνική σφαλίζω (αποκλείω) < ελληνιστική κοινή ἀσφαλίζω

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ