αξά Σημαίνει:– ξάδελφος, ξαδέλφη « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού σάζω Επόμενο Όρος Λεξικού βουρλίζω