σκάρα Σημαίνει:– γυπαετός και γενικά γεράκια που τρέφονται με πτώματα ζώων Ετυμολογία από το θέμα σκαρ- του αρχ. ρ. σκαίρω (=πηδώ, ορμώ) Σκάρα Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού ταχιά Επόμενο Όρος Λεξικού μπίζηλος