χύνομαι Σημαίνει:– ορμάω « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού φάλι Επόμενο Όρος Λεξικού ετά