Η νόθα κρητική οικογένεια δωσιλόγων, των Τζουλιάδων, που αιματοκύλισε την Κρήτη

Ο Κρουσώνας λόγω της γεωγραφικής του θέσης καθώς και του μεγάλου πληθυσμού κατοίκων που είχε στην ευρύτερη περιοχή του Ψηλορείτη, έπαιξε τον πρωτεύοντα ρόλο, ειδικά σε Ηράκλειο Αμάρι, Άγιο Βασίλειο και Λασίθι, κατά τις επαναστάσεις της οθωμανικής περιόδου και έπειτα.΄Εβγαλε πολλούς καπεταναίους και αγωνιστές οι οποίοι, με την βοήθεια και άλλων επαναστατών, δεν άφηναν σε υφησυχασμό τους κατακτητές.

Η δράση των καπεταναίων του δεν περιορίστηκε μοναχά στην Κρήτη, αλλά ξεπέρασε τα νησιωτικά σύνορα με πολλούς Κρουσανιώτες να πολεμούν στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, στο πλευρό του Καραϊσκάκη.

Ακόμα, πολύ αργότερα αρκετοί Κρουσανιώτες θα ενταχθούν στον Μακεδονικό αγώνα, στον Μικρασιατικό πόλεμο, στο Αλβανικό Μέτωπο, στην Μάχη της Κρήτης και στην Αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής. Εξαιτίας της πλούσιας επαναστατικής του δράσης ο Κρουσώνας κάηκε το 1822, το 1866, καθώς και την περίοδο της γερμανικής κατοχής που κατακάηκαν 17 σπίτια ανταρτών καθ’υπόδειξη των Ελλήνων δωσιλόγων Τζουλιάδων, ενώ λεηλατήθηκαν οι περισσότερες οικίες των Κρουσανιωτών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν και να μείνουν σε αγροτόσπιτα.

Ποιοί ήταν οι Τζουλιάδες και από πού προέρχονταν;

Κατά την επανάσταση της Κρήτης το 1821, ένα εθελοντικό στρατιωτικό σώμα, με αρχηγό τον Καπετάν Ζερβονικόλα, ήρθε στην Κρήτη από την τότε ελεύθερη Ελλάδα να βοηθήσει στον ένοπλο αγώνα. Το στρατιωτικό σώμα του Ζερβονικόλα συμμετείχε στις περισσότερες μάχες που δόθηκαν στον Κρουσώνα το 1822. Ένας από τους εθελοντές του Ζερβονικόλα, ο Νικόλας, μετά τον θάνατο του αρχηγού του, αποφάσισε να εγκατασταθεί στον Κρουσώνα. Οι Κρουσανιώτες λόγω της ενδυμασίας που φορούσε (Τσολιάς με την φουστανέλα) καθώς και της γλωσσικής προφοράς που είχε και το Τσολιάς το πρόφερε Τσουλιάς στην διάλεκτο του, τον ονόμασαν Νικολής ο Τσουλιάς.

Ο Νικολής Τσουλιάς σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση του στον Κρουσώνα ενώ απέκτησε έναν γιό, τον Γεώργιο, ο οποίος απέκτησε δύο γιούς τον Εμμανουήλ Τσουλιαδάκη, όπως αναφέρεται σε έγγραφο του 1883 ή Κανιωράκη, και τον Νίκο Τσουλιά. Ο Εμμανουήλ Τσουλιάς (Κανιωράκης) μετοίκησε με την οικογένεια του στην Αθήνα την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας.

Ο Νίκος Τσουλιάς δεσμεύτηκε την Ευθαλία, το γένος Ζαχαρία Προκόπη, και απέκτησε τέσσερις κόρες και τέσσερις γιους: τον Γεώργιο ή Φουρτσογένη, τον Στελιανό, τον Γιάννη και τον Μιχάλη, ο οποίος ήταν ο πατριάρχης των δωσιλόγων. Κατά την δημιουργία του πρώτου μητρώου αρρένων το 1907, οι γιοί του Νίκου Τσουλιά καταγράφονται ως Τζουλιάς, κατόπιν παρέμβασης του Στυλιανού Τσουλιά, ο οποίος ήταν μέτοχος στον Μακεδονικό αγώνα καθώς και στους Βαλκανικούς πολέμους, γνωστός στην Μακεδονία ως καπετάν Τζουλιάς (το Τζουλιάς δεν πρέπει να συγχέεται με τους Τζουλιαδάκηδες καθώς είναι διαφορετική παλιά Κρουσανιώτικη οικογένεια και δεν έχουν μεταξύ τους ουδεμία σχέση, ούτε πολιτικά αλλά και ούτε ιδεολογικά. Άλλωστε το πρώτο θύμα των Τζουλιάδων στον Κρουσώνα την γερμανική κατοχή ήταν ο Κωστής Τζουλιαδάκης). Ο Στελιανός ήταν ανύπαντρος, ο Γιάννης δεν τεκνοποίησε, ενώ ο Μιχάλης απέκτησε τον Νικόλαο, τον Γεώργιο ή Κανιόρη, τον Κωστή, τον Στελιανό και τον Γιάννη καθώς και δύο κόρες.

Η οικογένεια των Τζουλιάδων ήταν εύπορη και δυναμική έχοντας πάντα ηγέτιδα θέση σε κάθε ενέργεια που γινόταν στον Κρουσώνα αλλά και στο Ηράκλειο από μια μερίδα όμως μειοψηφίας. Ένιωθαν πνευματικά ανώτεροι από τους υπόλοιπους εξαιτίας της ευστροφίας που διέθεταν. Ήταν επίσης άθεοι με χαρακτηριστικό παράδειγμα κάθε Κυριακή που κάθονταν στο καφενείο ρωτούσαν τον παπά μόλις έβγαινε από την εκκλησία «παπά, πόσο ήπιασε σήμερο το καφενείο σου» και γελούσαν περιπαιχτικά. Ο Φουρτσογένης σε περίπτωση που δεν μπορούσε να επιβληθεί σε κάποιον, κρατώντας μια βίβλο Σολομωνικής και λέγοντας ότι την επικαλείται κατάφερνε να τον χειραγωγήσει. Επίσης στα μέλη της δεν άρεσε η χειρωνακτική εργασία και γι’ αυτό λεγόταν από τους τότε φαμπρικάρηδες αναστενάζοντας όταν δεν άντεχαν άλλο τη δουλειά που τους είχε ανατεθεί το εξής δίστιχο

Πάρε θέε μου το Τζουλιά,
απού δεν έκαμε ποτέ του δουλειά

Ακόμα, όταν έβλεπαν ότι δεν πιάνουν τόπο τα λόγια, τραβούσαν το όπλο και πυροβολούσαν. Η φυλακή ήταν η δεύτερη οικία τους. Το 1893 ενώ η πλειοψηφία των Κρουσανιωτών ήταν Ενωτικοί, οι Τζουλιάδες ήταν Αυτονομιστές. Σε μια πολιτική συζήτηση, ο Πωλιός Λιανδρογιάννης (Ενωτικός) σκαμπίλισε τον Γιάννη Τζουλιά. Λίγες μέρες αργότερα ο Γιάννης Τζουλιάς έστησε καρτέρι στο καλντερίμι που βρισκόταν στην έξοδο του Κρουσώνα, στην Πλατιά Στράτα και μ’ένα όπλο τύπου σισανέ που του είχε βάλει δομόμπροκες, πυροβόλησε και σκότωσε τον Πωλιό. Μετά το φονικό οι Τζουλιάδες έφυγαν από την συνοικία Ξυλουργιανά που έμεναν και μετεγκαταστάθηκαν στα Νοτικά. Στα Ξυλουργιανά εκτός από τους Ξυλούρηδες, έμεναν οι Λιαντρογιάννηδες, οι Μακατούνηδες, οι Ανδρεαδάκηδες και οι Ιερονυμίδηδες οι οποίοι τάχθηκαν όλοι με το μέρος του θύματος, με αποτέλεσμα οι Τζουλιάδες, λόγο του κλίματος που επικρατούσε στην γειτονιά να την εγκαταλείψουν.

Ο Κρουσώνας στα 1910
Ο Κρουσώνας στα 1910

Τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, ο Κρουσώνας διαχωρίστηκε στους Ηγεμονικούς και στους Ενωτικούς καθώς μπήκε και μια νοητή γραμμή διαχωρισμού, τα σπίτια από τον Άγιο Χαράλαμπο και κάτω ανήκαν στην πλειοψηφία των Ηγεμονικών, ενώ από την εκκλησία και πάνω στους Ενωτικούς. Αρχές Μαρτίου, πριν ξεκινήσει η επανάσταση στο Θέρισσο, 75 Κρουσανιώτες Ενωτικοί οπλισμένοι, μετέβηκαν στην εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου για να κάνουν δοξολογία και να ξεκινήσουν για το Θέρισσο. Τότε ο Γιάννης Τσουλιάς (Ηγεμονικός) που βρισκόταν μπροστά στη εκκλησία άρχισε τις βρισιές, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια συμπλοκή που είχε ως κατάληξη 107 τραυματίες. Την επομένη ημέρα μεγάλος αριθμός Ηγεμονικών, που είχαν και τους περισσότερους τραυματίες, με πρωτεργάτες τους Τζουλιάδες, οι οποιοι και τους ξεσήκωσαν, πήραν τα όπλα με σκοπό να σκοτώσουν τους ταραξίες Ενωτικούς. Χάρη όμως στην παρέμβαση του Γιάννη Κοκολοδημητροχατζή (Ενωτικός) που τους πρόλαβε λίγο πιο πάνω από το χωριό, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, οι Τζουλιάδες πάλι κόντρα στους Κρουσανιώτες που ήταν Βενιζελικοί, εντάχθηκαν με τον Βασιλιά και το Κόμμα Εθνικοφρόνων. Μετά τη νίκη του Κόμματος Εθνικοφρόνων το Δεκέμβριο του 1915, καθώς και σε όλες τις νίκες του Λαϊκού Κόμματος που αντικατέστησε το Κόμμα Εθνικοφρόνων, μετά το 1920, ο Μακεδονομάχος Στυλιανός Τζουλιάς, αρχηγός της οικογένειας, που έμενε στο Ηράκλειο διατηρώντας λέσχη-καφενείο, ήταν ο πρωτεργάτης των πανηγυρισμών των οπαδών του κόμματος. Σε κάθε επιτυχία του κόμματος στεφάνωνε με κλάδους ελαίας ένα αυτοκινούμενο όχημα, ντυνόταν με την ενδυμασία του Μακεδονομάχου οπλισμένος και πηγαίνοντας αυτός μπροστά πάνω στο όχημα καθοδηγούσε το πλήθος των οπαδών. Σε μία επιτυχία του Λαϊκού κόμματος στις εκλογές την δεκαετία του 1930, οι ψηφοφόροι του κόμματος πανηγηρίζοντας στο Ηράκλειο αποφάσισαν να κάψουν την φωτογραφία του Βενιζέλου. Τότε ο όχλος άρχισε να κατευθύνεται προς το καφενείον «Το Σύνταγμα» που ανήκε στον Βενιζελικό Αντώνη Γρηγοράκη ή Σατανά και υπήρχε φωτογράφια του Βενιζέλου. Κάποιος από τους Λαϊκούς ενημέρωσε τον Στελιανό Τζουλιά γι‘αυτήν την ενέργεια των ομοϊδεατών του και κατευθυνόμενος στο καφενείο του Σατανά, στήθηκε μπροστά με το όπλο του και απευθυνόμενος στο πλήθος είπε «Όποιος τολμήσει να μπει στο καφενείο του Σατανά θα τονε σκοτώσω», τρέποντάς τους σε φυγή. Κάτι όμως ανάλογο είχε κάνει και ο καπετάν Σατανάς σε προηγούμενο χρόνο, για τον Στελιανό Τζουλιά στο καφενείο που διατηρούσε, εκδιώχνοντας τους Βενιζελικούς που ήθελαν να κάψουν φωτογραφία του Βασιλιά. Ο Σατανάς κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής απευθυνόμενος στον Ξυλούρη Μύρων είπε ότι «αν ζούσε ο Στελιανός δεν θα άφηνε να ξωκοίλει η οικογένεια του, παρόλο που είχαμε αλλή πολιτική ιδεολογία αλλά και άλλες πολλές διαφορές, είχε μπέσα». Το μίσος και η έχθρα των δύο κομμάτων ήταν τέτοιο αυτή την εποχή που οι σκληροτράχηλοι Κρουσανιώτες θεωρούσαν ο ένας τον άλλο εχθρό, λόγο της πολιτικής αντιπαλότητας. Μάλιστα στις διάφορες εκδηλώσεις που γινόταν δεν κάθιζαν μαζί, ενώ δεν παντρεύονταν και μεταξύ τους. Χαρακτηριστική είναι και η μαντινάδα που έλεγαν εκείνη την περίοδο στον Κρουσώνα

Ως το να ζώ πουλάκι μου στο σπίτι σας δεν μπαίνω,
γιατί ‘σαι ‘σύ Γουναρικιά και γω ‘μαι Βενιζέλος

Ο Στελιανός πέθανε το 1939 και αμέσως την αρχηγία της οικογένειας των Τζουλιάδων την ανέλαβε ο ανηψιός του Νικόλας. Ο Νικόλας Τζουλιάς στις 6 Δεκεμβρίου 1935 διαπληκτίστηκε για κομματικούς λόγους με τον Βενιζελικό Εμμανουήλ Αντωνογιαννάκη και τον σκότωσε. Το μίσος και η διαίρεση μεταξύ Βενιζελικών που αποτελούσαν το 70% των Κρουσανιωτών περίπου και των οπαδών του Λαϊκού Κόμματος (υπόλοιπο 30%) φούντωσε.

Οι Τζουλιάδες στην κατοχή

Λίγο πριν την Μάχη της Κρήτης το μόνο οργανωμένο χωριό από τις μυστικές Αγγλικές υπηρεσίες, ώστε να πολεμήσει εναντίον του κατακτητή με όπλα, αλλά και να προβάλλει μελλοντική αντίσταση σε περίπτωση νίκης των Γερμανών, ήταν ο Κρουσώνας λόγω της ιδιαιτερότητας του όπως έχει προαναφέρθεί. Αρχικά μοιράστηκε μόνο στον Κρουσώνα εγγλέζικος οπλισμός ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τους Κρουσανιώτες τις επόμενες ημέρες. Μάλιστα και οι ίδιοι οι Τζουλιάδες είχαν προμηθευτεί από τον Σατανά οπλισμό και πολεμησαν τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Κατά τη διάρκεια των μαχών πολλοί Εγγλέζοι τραυματίες μεταφέρθηκαν στον Κρουσώνα για ανάρρωση. Λίγο πριν στα μέσα Ιουνίου 1941 ο Σατανάς με απόλυτη μυστικότητα, κάλεσε στο σπίτι του επίλεκτους Κρουσανιώτες και αφού τους όρκισε, ίδρυσε την αντάρτικη του ομάδα με αρχηγό τον ίδιο και υπαρχηγό τον Νικόλα Τζουλιά. Γνωρίζοντας οι Γερμανικές Μυστικές Υπηρεσίες ότι το Αγγλικό δίκτυο κατασκοπείας είχε κυριεύσει ολόκληρο τον Κρουσώνα (η γερμανική αντικατασκοπεία είχε στην κατοχή της πολλά από τα έγγραφα του Pendlebury για τα σχέδια του στον Κρουσώνα), προσπάθησαν με κάθε μέσο και τρόπο να διεισδύσουν και να το καταστρέψουν. Ο Κρουσώνας ήταν το μοναδικό χωριό στην Κρήτη που οι δύο αυτοκρατορίες των μυστικών υπηρεσιών, η Μ16 των Εγγλέζων και η Γκεστάπο των Γερμανών αλληλοσυγκρούστηκαν με επώδυνα αποτελέσματα για τους κατοίκους του αλλά και για όλους τους Κρητικούς.

Ομάδα σουμπεριτών στο προαύλιο σχολείου του Τζερμιάδο
Ομάδα σουμπεριτών στο προαύλιο σχολείου του Τζερμιάδο

Το Γερμανικό γραφείο αντικατασκοπείας υπό τον Ταγματάρχη Χάρτμαν κατάφερε να πετύχει την διάσπαση του Κρουσώνα με την βοήθεια του Διοικητή της χωροφυλακής Πωλιουδάκη και τους πολιτευτές του Λαϊκού κόμματος και δικηγόρους, ο εξ’ Ανωγείων κάτοικος Ηρακλείου Σουλτάτος Α Γεώργιος και ο Ηρακλειώτης Μεϊμαράκης Ευάγγελος. Γνωρίζοντας οι συγκεκριμένοι δικηγόροι το πολιτικό φρόνημα και την ιδεολογία των Τζουλιάδων, κάλεσαν τον αρχηγό της οικογένειας Νικόλαο Τζουλιά και κατάφεραν με τα επιχειρήματα τους να τον πείσουν και να ενταχθεί στην υπηρεσία του Χάρτμαν. Οι Τζουλιάδες από γερμανόφιλοι μετατράπηκαν σε δωσιλόγους παρασύροντας μαζί τους αρχικά τους στενούς συγγενείς, συντέκνους και φίλους τους. Η επιλογή όμως των Τζουλιάδων από την γερμανική αντικατασκοπεία δεν ήταν διόλου τυχαία. Σύμφωνα με την ομολογία του Γεώργιου Τζουλιά ή Φουρτσογένη προς το ανταρτοδικείο που συνήλθε από την ομάδα του Μενέλαου Ξυλούρη μετά την απελευθέρωση, στην περιοχή Κουμάνισας Χάρακα, ομολόγησε μεταξύ άλλων ότι «όλοι οι Τζουλιάδες από το 1930 ελαμβάναμε τρεις λίρες χρυσές έκαστος από τους Γερμανούς και τις παίρναμε από τον υφασματέμπορα Ηρακλείου Καβαλάκη», αποκαλύπτοντας ότι ήταν τελικά Γερμανικοί πράκτορες μια δεκαετία πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Οι Γερμανοί πέτυχαν το στόχο τους στον Κρουσώνα αλλά και σε όλα τα άλλα χωριά της Κρήτης, μηδενός εξαιρουμένου, έχοντας δικούς τους ανθρώπους πρόθυμους να συνεργαστούν. Κάθε χωριό είχε τους καταδότες του, άλλοι φανεροί όπως οι διορισμένοι Προέδροι και Αγροφύλακες και άλλοι κρυφοί, οι οποίοι ήταν χειρότεροι στις καταδόσεις και χωρίς την βοήθεια αυτών δεν μπορούσε να δράσει το Σώμα του Σούμπερτ. Ο Κρουσώνας ήταν το μοναδικό χωριό της Κρήτης, αλλά και της Ελλάδος που τιμώρησε με θανατική ποινή τους συνεργάτες των Γερμανών. Οι Τζουλιάδες καθώς και οι συνεργάτες τους τιμωρήθηκαν από την Αντιστασιακή Ομάδα Σατανά με θάνατο. Οι μόνοι που γλίτωσαν απ’την μαχαίρα των ανταρτών του Σατανά ήταν μια μικρή μερίδα που, φεύγοντας οι Γερμανοί, τους ακολούθησαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε άλλες χώρες. Σ’όλα τα άλλα χωριά οι υποθέσεις δωσιλογισμού αρχειοθετήθηκαν, ενώ κάποιοι που φυλακίστηκαν αφέθησαν ελεύθεροι εφόσον στην εξουσία μετά την Γερμανική κατοχή ανήλθε το Λαϊκό κομμα, το οποίο αποτελούνταν επί το πλείστον από πρώην συνεργάτες και φίλους των Γερμανών.

Ο Κρουσώνας πλήρωσε, από το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 έως την πλήρη αναχώρηση των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων το 1945, με 151 θύματα, κάνοντας μια αφαίμαξη σε πνευματικό, πληθυσμιακό και νεανικό επίπεδο που σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας, συγκριτικά με τον πληθυσμό του δεν έγινε.

Πηγή: maleviziotis

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

ΣΤΕΙΛΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ