Στις 6 Οκτωβρίου 1951 και ώρα 4:25 πρωινή, το ατμόπλοιο «Αδρίας», αφού είχε αποπλεύσει από Χανιά για Πειραιά, προσέκρουσε στη νησίδα της Φαλκονέρας, που ήταν αποτέλεσμα των σφοδρών ανέμων που επικρατούσαν στη περιοχή, συνεπεία της παρεκκλίσεως της πορείας του. Η πρόσκρουση ήταν τόσο βίαιη, που αμέσως το σκάφος άρχισε να γεμίζει νερά. Ο πλοίαρχος κ.Φωκάς, αφού διαπίστωσε την κρίσιμη κατάσταση του πλοίου εξέπεμψε άμεσα σήμα κινδύνου και διέταξε την καθέλκυση των λεμβών και την αποβίβαση των επιβατών σε απόκρυμνο σημείο της νήσου, με την καθοδήγηση των μελών του πληρώματος.
Παρά την σφοδρή κακοκαιρία, η αποβίβαση στέφθηκε με επιτυχία, αν και πληροφορίες έκαναν λόγο για απώλεια ενός ατόμου. Σύμφωνα, με το λιμεναρχείο Χανίων στο ατμόπλοιο Αδρίας επιβιβάστηκαν από Χανιά 235 επιβάτες, από Ρέθυμνο 80 και από το Ηράκλειο 223. Σύνολο 538 επιβάτες. Στην αγωνιώδης έκκλιση του πλοιάρχου “Έχομεν προσαράξει δεξιά Φαλκονέρας.Έχομεν κλίσιν προς τα δεξιά και διαρκώς βυθιζόμεθα”, έσπευσαν το “Ιωνία”, το “Αιγαίον”, η “Πίνδος” και άλλα πλοία στο τόπο του ναυαγίου, όπου παρέλαβαν τους επιβάτες και φρόντισαν την αποστολή τους στο Πειραιά.
Το πλοίο προσάραξε στη Φαλκονέρα, πάνω σε δύο διαφορετικές ξέρες, όπου δημιουργήθηκε ρήγμα 12 μέτρων. Έγινε προσπάθεια αποκατάστασης του ρήγματος από συνεργείο δυτών της εποχής. Στα πλαίσια ελάφρυνσης του πλοίου, ρίχτηκαν στην θάλασσα τρόφιμα και μεγάλες ποσότητες από σάπια κρέατα που μετέφερε το βαπόρι και χάλασαν λόγω μη ψύξης. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα την προσέλκυση καρχαριών, κάτι το οποίο καθυστέρησε της εργασίες στεγανοποίησης του πλοίου.
Τελικά η στεγανοποίηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία και έγινε και απάντληση υδάτων. Στη συνέχεια ο καιρός άλλαξε σε νοτιοανατολικό και τα συνεργεία ανέλκυσης με τα ρυμουλκά αναχώρησαν για τον Αδάμαντα της Μήλου. Η κακοκαιρία κράτησε σχεδόν τρεις ημέρες και όταν επέστρεψαν το πλοίο δεν υπήρχε πλέον, είχε κοπεί στα δυο και βυθίστηκε!
Το ναυάγιο θεωρήθηκε ολική απώλεια ενώ χάθηκε μόνο ένας επιβάτης, ο οποίος την εποχή αυτή ήταν 58 ετών.
Ο Σταμάτης Αποστολάκης ναυαγός με το «Αδρίας» διηγήθηκε τις φοβερές στιγμές που έζησε. Αποσπασματικά αναφέρει:
Στις 5 του Οκτώβρη του 1951 στα Χανιά έκανε «τον κατακλυσμό του Νώε». Είχα έρθει από το χωριό, τον Καμπανού Σελίνου, στο σπίτι του θείου μου του Στέλιο (Μπουλταδάκη, δ/ντή, τότε, Γεωργίας Κρήτης) κι είχα πάει στο πρακτορείο: «Συνεργαζόμεναι Ατμοπλοΐαι Τόγια» κι είχα βγάλει εισιτήριο, κατάστρωμα (δρχ. 59.000) γι’ απόψε το βράδυ: Σούδα – Πειραιά, με το πλοίο «ΑΔΡΙΑΣ».
Το “ΑΔΡΙΑΣ” ξεκίνησε στις 8 το βράδυ με σκαμπανεβάσματα μεσ’ από το λιμάνι. Εγώ καθόμουν στο κατάστρωμα το χαμηλό, δίπλ’ από μια σκάλα, π’ έβγαινε ζέστη από κάτω, φαίνεται ήταν οι μηχανές. Δίπλα μου είχα τη βαλίτσα μου με τις πατανίες.
Τέσσερις και είκοσι (4.20 πμ) τα ξημερώματα ακούγεται ένας τρομερός τρανταγμός κι αμέσως ο τόπος εκεί που ήμουν έγινε θεοσκότεινος κι εγέμισε κατάμαυρα νερά. Επρόφτασα μαζί με πολλούς άλλους συνεπιβάτες ν’ ανεβούμε από τις σκάλες ψηλότερα. Εκεί ήταν σωσίβια κι ο καθένας έβανε ό,τι μπορούσε. Εγώ βρήκα ένα σαν μαξιλάρι, με τρύπα στη μέση για το λαιμό κι ένα στη μέση σαν φασκιά, που με βοήθησε ο χωριανός μου ο Μανώλης Γρ. Ζερβουδάκης που βρέθηκε τυχαία μπροστά μου.
Ή τα σωσίβια ή η μοίρα μου· πάντως μ’ ελυπήθηκε ο Θεός, όπως το λέω συχνά και ξανανέβηκα στην τρικυμισμένη επιφάνεια κι ήμουν λίγο πιο πάνω απ’ τα νερά κι εφώναζα: “Παναγία μου!”, “Μανώλη, πού ’σαι;” μα τίποτε… Κοντά μου ένα τσουβάλι γεμάτο και ραμμένο, τ’ αγκάλιασα κι εφώναζα: “Παναγία μου!” – “Μανώλη πού ’σαι;”…
Κάποια στιγμή ένα κύμα μ’ έφερε κοντά στα βράχια· κι ένας σμηνίτης, άγνωστός μου -φανερή η θεία Πρόνοια- μ’ άρπαξε από τα μαλλιά και μ’ έσυρε στα βράχια. Ηταν κι άλλοι πολλοί εδώ.
Τι αναφέρουν οι εφημερίδες της εποχής
Πηγές: kritGR.gr, e-nautilia.gr