τσικουδιά

Η λέξη σημαίνει:

– είδος παραδοσιακού αλκοολούχου ποτού της Κρήτης με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ

Ετυμολογία
μεσαιωνική ελληνική τσίκουδο (= τα υπολείμματα της μουστοποίησης των σταφυλιών)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ