ανάλεκτος Η λέξη σημαίνει:– ο εκλεκτός, επίλεχτος, διαλεχτός, ξεχωριστός Ετυμολογία ‹ αναλέγω Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού αναλέγω Επόμενο Όρος Λεξικού αφορδακός