ζαβώνω

Η λέξη σημαίνει:

– ζαλίζω, τυφλώνω, στραβώνω

(μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στραβό, στρεβλό, να μην είναι πια ίσιο
(μεταφορικά) προκαλώ δυσκολίες ή μια άσχημη εξέλιξη
(αμετάβατο) γίνομαι στραβός
(μεταφορικά) παίρνω άσχημη τροπή

Ετυμολογία
[μεσαιωνική ελληνική ζαβός < αραβική زَاوِيَة (zāwiya: γωνία) < ρίζα ز و ي (z-w-y)] + -ώνω

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Free Movies
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ