βουρλίζω Η λέξη σημαίνει:– τρελαίνω κάποιον, τον κάνω έξαλλο Ετυμολογία βουρλίζω < μεσαιωνική ελληνική βουρλίζω (τρέμω σαν βούρλο) Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού αξά Επόμενο Όρος Λεξικού βιδέλο