βγοράδα Η λέξη σημαίνει:– ορατότητα, θέα – σημείο που έχει καλή εποπτεία ενός τόπου Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού πρεπιά Επόμενο Όρος Λεξικού αποκλαμός