σιργουλεύγω Η λέξη σημαίνει:– προσπαθώ να πείσω – καλοπιάνω Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Συνώνυμα: σιργουλεύω, εσιργλούλευεΆρθρα που περιέχουν τη λέξη: Κρητικό Ανέκδοτο: Ο Νικολής και η κολυμπήθραΕσιργλούλευε η Κατερίνη τον άντρα τζη το Νικολή να πάει στην εκκλησά, από τσοι πρώτους χαιρετισμούς, μα δε τζη συνάζεται...« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού σεκλέτι Επόμενο Όρος Λεξικού σκλαβέρι