πέτσακας

Η λέξη σημαίνει:

– κάγκουρας
– μαλάκας
– ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ)

Ετυμολογία
πετσί (του ανδρικού μορίου)

Πέτσακας

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

Συνώνυμα:
σβούρος
« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Free Movies
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ