μολαίρνω Η λέξη σημαίνει:– πάω βόλτα, χαλαρώνω – φεύγω – αφήνω, ελευθερώνω Ετυμολογία ιταλ. λ. mollare = χαλαρώνω Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Μια καμένη Κρητική κριτική για το Game of Thrones...όπως το καταλαβαίνει ο θειός μου στο χωριό δηλαδή, όντε γιαγέρνει απ΄το μιτάτο και μωλέρνει ίσα με το καφενείο να πιεί μιά.« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού δαγκάνω Επόμενο Όρος Λεξικού γιαγέρνω