μολαίρνω

Η λέξη σημαίνει:

– πάω βόλτα, χαλαρώνω
– φεύγω
– αφήνω, ελευθερώνω

Ετυμολογία
ιταλ. λ. mollare = χαλαρώνω

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Free Movies
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ