μισεύω

Η λέξη σημαίνει:

– αποδημώ, ξενιτεύομαι

Ετυμολογία
μεσαιωνική ελληνική μισεύω < μίσα + -εύω < υστερολατινική missa, θηλυκό του missus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος mitto

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ