μανίζω Η λέξη σημαίνει:– θυμώνω, νευριάζω, οργίζομαι Ετυμολογία αρχαία ελληνική μαίνομαι Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Μαντινάδες με αφορμή την ΑνάστασηΤη φετινή Ανάσταση κερί δεν αγοράζω γιατί θα σβήσει το Άγιο Φως ο στεναγμός που βγάζωΟ «Σούπερ Μανώλης», ο «Άρκαλος», το «Θεριό», o «Μακελάρης» και άλλοι Κρητικοί υπερήρωεςΚαλώς το Σούπερ Μανωλιό που τσι κακούς ζυγώνει, και που φορεί το σώβρακο πάνω απ'το παντελόνιΗ ιστορία της Κρητικής διαλέκτου και το λεξιλόγιο της – Κινδυνεύει με εξαφάνιση;Η κρητική διάλεκτος αποτελεί φυσική εξέλιξη της δωρικής διαλέκτου χωρίς ποτέ να υποστεί κεντρικές παρεμβάσεις, διορθώσεις και καθαρισμούς.« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού σαλεύω Επόμενο Όρος Λεξικού πορίζω