μανίζω

Η λέξη σημαίνει:

– θυμώνω, νευριάζω, οργίζομαι

Ετυμολογία
αρχαία ελληνική μαίνομαι

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ