μαλάθρακας Η λέξη σημαίνει:– εξάνθημα του δέρματος, σπυρί Ετυμολογία αρχ. διαλ. μαλανθράκη [<μέλας (=μαύρος) + άνθραξ]. Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Κρητικό ανέκδοτο: Της μάνας σου ο...Σε κάποιο χωριό της Κρήτης, ο πατέρας λέει στην κόρη του Μαρία, να ετοιμαστεί να πάνε στην πόλη για να τον βοηθήσει στα ψώνια...« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού μπίζηλος Επόμενο Όρος Λεξικού δαγκάνω