κουλαντρίζω

Η λέξη σημαίνει:

– κουμαντάρω, κάνω κουμάντο, χειρίζομαι με επιδέξιο τρόπο
– μεταφορικά) πειράζω, προκαλώ κάποιον με πειράγματα

Ετυμολογία
τουρκική kullandι < (αόριστος του:) kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ