γίβεντο Η λέξη σημαίνει:– ντροπή, ρεζιλίκι Ετυμολογία < τουρκ. guvenmek Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Συνώνυμα: ξεγιβεντισμένος« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού γιδάρης Επόμενο Όρος Λεξικού ξεγιβεντισμένος