αλικοντίζω Η λέξη σημαίνει:– εμποδίζω, καθυστερώ, αναχαιτίζω, κωλύω – πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι. Ετυμολογία τουρκ. alikomak Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Αστερίξ στα Κρητικά - "Βαρονούσηδες πού `ναι ετουτοινέ οι Ρωμαίοι"Τον Αστερίξ τον ξέρουν όλοι. Τον .... Αστερικάκη όμως;« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού ντάπια Επόμενο Όρος Λεξικού απού