αλικοντίζω

Η λέξη σημαίνει:

– εμποδίζω, καθυστερώ, αναχαιτίζω, κωλύω
– πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι.

Ετυμολογία
τουρκ. alikomak

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Free Movies
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ